καταρρίπτω — καταρρίπτω, κατέρριψα βλ. πίν. 11 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταρρίπτω — κατέρριψα και κατάρριψα, καταρρίφτηκα, καταρριμμένος, καταγκρεμίζω, κατεδαφίζω, ρίχνω κάτι ή κάποιον κάτω, ανατρέπω, υπερβάλλω: Κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ στο δίσκο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταρρῖψαι — καταρρίπτω throw down aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερρῖφθαι — καταρρίπτω throw down perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρίπτει — καταρρί̱πτει , καταρρίπτω throw down pres imperat act 2nd sg (attic epic) καταρρί̱πτει , καταρρίπτω throw down pres ind mp 2nd sg καταρρί̱πτει , καταρρίπτω throw down pres ind act 3rd sg καταρρί̱πτει , καταρρίπτω throw down imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρίπτει — καταρί̱πτει , καταρρίπτω throw down pres imperat act 2nd sg (attic epic) καταρί̱πτει , καταρρίπτω throw down pres ind mp 2nd sg καταρί̱πτει , καταρρίπτω throw down pres ind act 3rd sg καταρί̱πτει , καταρρίπτω throw down imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρίψει — καταρρί̱ψει , καταρρίπτω throw down aor subj act 3rd sg (epic) καταρρί̱ψει , καταρρίπτω throw down fut ind mid 2nd sg καταρρί̱ψει , καταρρίπτω throw down fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρρίψῃ — καταρρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down aor subj mid 2nd sg καταρρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down aor subj act 3rd sg καταρρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταρίψῃ — καταρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down aor subj mid 2nd sg καταρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down aor subj act 3rd sg καταρί̱ψῃ , καταρρίπτω throw down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατερριμμένα — κατερρῑμμένα , καταρρίπτω throw down perf part mp neut nom/voc/acc pl κατερρῑμμένᾱ , καταρρίπτω throw down perf part mp fem nom/voc/acc dual κατερρῑμμένᾱ , καταρρίπτω throw down perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)